- γλυκανάβλεμμα
- τογλυκιά ματιά, γλυκοκοίταγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς + ανάβλεμμα. Η λ. μαρτυρείται το 1895 από τον Ι. Γρυπάρη στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek